Ρεπορτάζ: Έρρικα Ρούσσου
Ο "μαγεμένος" φύλακας- του Ιανουαρίου- δαγκώνει το μήλο.
Το μήλο που του προσφέρει...χαλασμένο, κάθε κράτος που σέβεται τον εαυτό του και όχι τον πολίτη του.
Το μήλο που χαλάει και "κιτρινίζει" τον πολιτισμό.
Το μήλο που υπάρχει για να καταδείξει τη μάχη εκείνων που μπορούσαν αλλά δεν ήθελαν κι εκείνων που ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν-προφανώς ο αγώνας ήρθε άσσος από το πρώτο λεπτό του αγώνα-.
Όλοι περίμεναν την έκθεση του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Λέανδρου Ρακιντζή. Μια έκθεση που συντάχθηκε έπειτα από τη ληστεία που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο στην Εθνική Πινακοθήκη κοστίζοντας έναν Πικάσο και δύο Μοντριάν.
Μπαράζ ελέγχων πραγματοποιήθηκαν. Μπαράζ ελλείψεων εντοπίστηκαν. Και μια απογοήτευση-ως μόνιμη πρωταγωνίστρια κλασικής λογοτεχνίας-πλανάται στο χώρο.
Τα στοιχεία έδειξαν ότι η διεύθυνση της Πινακοθήκης μάλλον ενδιαφερόταν περισσότερο για το δικό της θεαθήναι παρά για εκείνο του πολιτισμού της-συμβαίνουν τέτοια πράγματα στην Ελλάδα; Πρωτοφανές φαινόμενο-. Τεράστια χρηματικά ποσά για δεξιώσεις, δημόσιες σχέσεις και πολυτελή έπιπλα. Οι μπαταρίες του συναγερμού του μουσείου, όμως, άδειες. Το σύστημα off. Οι κασέτες των καμερών τελειωμένες. Και μεγάλος αριθμός από τους φύλακες είχε μετατεθεί στην γκαρνταρόμπα και στην έκδοση εισιτηρίων. Λογικό, ποιος θα εξυπηρετεί τους καλεσμένους στη δεξίωση; Ποιος θα σερβίρει τα καναπεδάκια;
Οι φρουροί, σύμφωνα με την έκθεση δεν είχαν οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνουν σε περίπτωση ληστείας. Η ενδοεπικοινωνία μεταξύ τους δε λειτουργούσε-αλοίμονο μη χαλάσει και το feng sui-. Ενώ δεν υπήρχε και σύνδεση των συστημάτων ασφαλείας με την Αστυνομία.
Το καταληκτικό συμπέρασμα της έκθεσης που ολοκληρώθηκε στις 21 Μαρτίου είναι ότι η Πινακοθήκη ήταν ένας χώρος δεξιώσεων με κάτι πίνακες και κάτι φρουρούς. «Προκύπτει ότι η διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης και οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού δεν είχαν επαρκώς αξιολογήσει τον κίνδυνο πιθανής διάρρηξης ή κλοπής και δεν είχαν λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την αποτροπή του. Η διοίκηση της Πινακοθήκης θα έπρεπε να έχει επιδείξει επιμέλεια για την αποτροπή τυχόν διάρρηξης ή κλοπής. Ανακύπτουν ευθύνες».
Το κλιμάκιο ελέγχου που πήρε εντολή από τον κ. Ρακιντζή να πραγματοποιήσει έρευνα επισκέφθηκε πολλές φορές την Πινακοθήκη, έκανε αυτοψία, εξέτασε τη διευθύντρια κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, τον κ. Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, διευθυντή διοικητικού-λογιστικού, το στέλεχος κυρία Μαρίνα Μακρή, ενώ ελήφθησαν ένορκες καταθέσεις από τον αρχιφύλακα της Πινακοθήκης, τον πρόεδρο του συλλόγου εργαζομένων και τον υπεύθυνο της εταιρείας σεκιούριτι.
Οπως προέκυψε και αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση:
• «Τα συστήματα ασφαλείας τοποθετήθηκαν το 1992 στο πλαίσιο της έκθεσης “Από τον Θεοτοκόπουλο στο Σεζάν”. Το 2000 έγινε βελτίωση και αναβάθμιση του συστήματος. Τα τελευταία 12 χρόνια δεν έγινε το παραμικρό, αν και υπάρχουν τυφλά σημεία στον εξωτερικό χώρο που δεν καλύπτονται από το ηλεκτρονικό σύστημα ασφαλείας που είναι εγκατεστημένο».
• Σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις δεν υπάρχει εγχειρίδιο ή οδηγίες που να αναφέρονται στις ενέργειες των φυλάκων σε περίπτωση ληστείας, κλοπής ή ενεργοποίησης συναγερμού.
• Δεν υπάρχει ενδοεπικοινωνία στην παρούσα περίοδο και η επικοινωνία μεταξύ των φυλάκων γίνεται μέσω των προσωπικών κινητών.
• Δεν υπάρχει online σύνδεση με το υπουργείο Πολιτισμού ή την Αστυνομία. Η Αστυνομία ειδοποιείται από την εταιρεία ΕΡΜΗΣ και όχι από τον φύλακα.
• Οι φύλακες δεν έχουν περάσει ποτέ από ειδική εκπαίδευση που αφορά στον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η φύλαξη και τις ενέργειες στις οποίες θα πρέπει να προβούν σε περίπτωση συμβάντος.
• Πολλές φορές χτυπάει ο συναγερμός χωρίς να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα επειδή έχουν λήξει οι μπαταρίες και δεν έχουν αντικατασταθεί.
• Οι κασέτες που γράφουν τα συμβάντα, επειδή χρησιμοποιούνται χωρίς να αντικαθίστανται (λόγω έλλειψης χρημάτων), πολλές φορές δεν γράφουν και ως εκ τούτου δεν λαμβάνεται εικόνα ή λαμβάνεται μη ευκρινής εικόνα από τις κάμερες της Πινακοθήκης.
• Πραγματική φύλαξη κάνουν μόνο 11 άτομα, καθώς ένας είναι στην γκαρνταρόμπα, δύο απασχολούνται στο πωλητήριο, ένας στα εισιτήρια, ένας έχει τον συντονισμό και κατά κανόνα ένας θα λείπει για οποιονδήποτε λόγο. Αντίστοιχα το βράδυ απασχολούνται στην καλύτερη περίπτωση δύο νυχτοφύλακες και έτσι αν κάποιος απουσιάζει (άδεια, ασθένεια κ.λπ.) στην Πινακοθήκη παραμένει μόνο ένας.
• Τα τελευταία 12 χρόνια δεν έχουν αντικατασταθεί οι κεντρικοί πίνακες ασφαλείας, που αποτελούν το σημαντικότερο μέρος του συστήματος».
Προς όσους απορούν πώς καταντήσε έτσι η χώρα:
"Οι "μεταξωτές" αίθουσες θέλουν και "μεταξωτούς" υπεύθυνους".