Η μετάβαση στον 21ο αιώνα, η εμφάνιση απειλών ασύμμετρου χαρακτήρα και φύσης, η ανάδειξη ακραίων μη-κρατικών οργανώσεων και η ρευστή μέχρι και ασταθής κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και στη Μέση Ανατολή εγκαινίασαν μια εντελώς καινούρια εποχή σε ότι αφορά στους τρόπους που διεξάγονται οι πολεμικές επιχειρήσεις αλλά και τα ίδια τα θέατρα επιχειρήσεων.
Έχουν αναδειχθεί μορφές πολέμου απείρως αποτελεσματικότερες και επιφέρουσες ισχυρότερα πλήγματα από τον ίδιο τον συμβατικό πόλεμο. Εντούτοις, στην εποχή που πολεμικές επιχειρήσεις διεξάγονται μέσω του κυβερνοχώρου και της οικονομίας, οφείλουμε να αντιληφθούμε και να εκτιμήσουμε το γεγονός ότι οι ένοπλες δυνάμεις παραμένουν κύριο συστατικό στοιχείο του σύγχρονου πολέμου. Ίσως σε ορίζοντα κάποιων δεκάδων χρόνων αποκλειστικά θέατρα επιχειρήσεων να αποτελούν ο κυβερνοχώρος και η οικονομική δραστηριότητα. Ωστόσο, οι ένοπλες δυνάμεις, η σκληρή ισχύς δηλαδή, παραμένει το κύριο συστατικό στοιχείο των στρατηγικών εθνικής ασφάλειας των κρατών. Σκοπός της παρούσας τοποθέτησης είναι να υπογραμμίσει την ανάγκη για στρατηγικό επανα-σχεδιασμό και συνεπώς ανασύσταση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΔΕΑΧ) το οποίο θα συμβαδίζει στις ανάγκες της νέας εποχής, χωρίς να έχει όμως εγκαταλείψει την πεμπτουσία του, δηλαδή τη στήριξή του στην επιχειρησιακή ετοιμότητα και ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αν και η στρατηγική σύλληψη του Δόγματος είχε λάβει χώρα αρκετά πιο πριν, η ανακήρυξη της σύζευξης των αμυντικών χώρων Ελλάδας-Κύπρου έγινε το 1993. Η θεωρητική σύλληψη αλλά και μετέπειτα υλοποίηση του Δόγματος αποτελεί έξοχο παράδειγμα παραγωγικής αλλά και ουσιαστικής συνεργασίας και επικοινωνίας της ακαδημαϊκής κοινότητας και της εκτελεστικής εξουσίας. Φυσικά, οι συνθήκες για μια τέτοια συνεργασία υπήρξαν ιδανικές. Με άλλα λόγια υπήρχε ανοικτός δίαυλος επικοινωνίας, συνεννόησης και συνεργασίας ακαδημαϊκών-στρατηγικών αναλυτών με συγκεκριμένα άτομα τα οποία υπήρξαν σε θέσεις που ασκούσαν έντονη επιρροή ή χάρασσαν τα ίδια πολιτική. Η περίοδος μεταξύ 1993 και 2000 υπήρξε ομολογουμένως η πιο παραγωγική και ουσιαστική περίοδος του Δόγματος. Διεξάγοντο κοινές ασκήσεις ελλαδικών και κυπριακών ενόπλων δυνάμεων, υπήρχε μόνιμη και ένοπλη ελληνική παρουσία στο Νησί. Σκοπός όμως δεν είναι να περιγραφούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του Δόγματος.
Έκτοτε το Δόγμα παραμένει επιεικώς ανενεργό και η ευθύνη βαραίνει ανεξαιρέτως όλους τους κυβερνητικούς σχηματισμούς από το 2000 μέχρι και σήμερα. Σε μια περίοδο όπου οι απαιτήσεις για τη διασφάλιση της εθνικής μας ασφάλειας έχουν κυριολεκτικά εκτοξευτεί, η ανάγκη για ουσιαστική ανασύσταση του Δόγματος αλλά και στρατηγικού και τακτικού (επιχειρησιακού) του επανασχεδιασμού, είναι πολύ μεγάλη. Με άλλα λόγια, η ανασύσταση του Δόγματος με τις θεωρητικές και επιχειρησιακές προδιαγραφές των μέσων της δεκαετίας του ’90 είναι ανώφελη. Αυτό διότι η πάροδος δύο δεκαετιών έχει σηματοδοτήσει νέα εποχή και συνεπώς νέες τάσεις στην στρατιωτική επιστήμη. Ακόμα, όπως έχω υποστηρίξει και παλαιότερα, θεωρώ πως το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου υπήρξε η πιο ισχυρή στρατηγική αποτροπής (deterrence strategy) απέναντι στην τουρκική υπαρξιακή απειλή, από την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα. Οφείλουμε να καταλάβουμε το εξής: Ισχυρές ένοπλες δυνάμεις σημαίνει αυξημένη διαπραγματευτική ικανότητα από θέση σχετικής ισχύος. Βρισκόμενος στο εξωτερικό και συνομιλώντας με συναδέλφους σε διάφορα συνέδρια εισπράττω την έκπληξή τους όταν αντιλαμβάνονται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία αποτελεί ίσως το μοναδικό κράτος στον κόσμο το οποίο διαλύει οικειοθελώς τις ένοπλες δυνάμεις του, βασισμένο ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στους ευσεβείς πόθους για τη λύση του εθνικού του προβλήματος. Χωρίς να υποβαθμίζουμε τις όποιες πολιτικές ευθύνες, η επιτακτική ανάγκη για μια ολοκληρωμένη εθνική αποτρεπτική στρατηγική πρέπει να έχει αφετηρία την ισχυρή και επιχειρησιακά επαρκή Εθνική Φρουρά με τη συμπόρευση και από κοινού στρατηγικό σχεδιασμό με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις στα πλαίσια του Δόγματος του ΕνιαίουΑμυντικού Χώρου. Τέλος, θεωρώ πως προϋπόθεση για την ανάπτυξη ωφέλιμης και ουσιαστικής αποτελεί η υιοθέτηση και ανάπτυξη θεσμών που θα υποστηρίζουν θεωρητικά, πολιτικά και επιχειρησιακά το έργο των ενόπλων μας δυνάμεων όπως αυτούς που προτέθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν από τον γράφοντα όπως αυτών του Κυπριακού Κέντρου Στρατηγικών και Αμυντικών Αναλύσεων και του Συμβουλίου Κοινού Στρατηγικού Σχεδιασμού Ελλάδας-Κύπρου.
Τέλος, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου στον 21ο αιώνα πρέπει να προσαρμοστεί στο εντελώς καινούριο περιβάλλον ασφάλειας της Μέσης Ανατολής και Ανατολικής Μεσογείου εντάσσοντας στην οργανωτική και επιχειρησιακή του δομή στρατηγικές αντιτρομοκρατίας, καταπολέμησης της πειρατείας, μηχανισμούς Έρευνας και Διάσωσης (Search and Rescue), καταπολέμησης λαθρεμπορίου όπλων και διπλής χρήσης υλικών (dual-use material). Πιστεύω ακράδαντα πως ένα σύγχρονο Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου μπορεί να αναδειχθεί ως ο πλέον αξιόπιστος παράγοντας ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή του περιφερειακού συμπλέγματος ασφάλειας της Μέσης Ανατολής. Μοναδική προϋπόθεση και εν πολλοίς ερωτηματικό παραμένει η ύπαρξη ειλικρινούς πολιτικής βούλησης.
Νικόλας Στυλιανού
Υποψ. Διδάκτορας Security-Strategic Studies
Drougos.gr