Του Βασίλη Θεοδωρόπουλου
Ανταλλάξαμε δυο μόνον απλά λόγια,
μιλήσαμε σαν τους ανέμους στη Σαχάρα
κι όταν μετά έπεσ` η σιωπή βαριά,
η παγωνιά επέστρεψε πάλι στη νύχτα.
Απόψε η πόλη γιόμισ` από σκορπιούς,
με λύσσα δηλητηρίασαν μια σειρά ονείρων
κι οι ανεμώνες στα καταπράσινα λιβάδια
μαράθηκαν, μ` έντονους πόνου μορφασμούς.
Χτες, τις εφημερίδες διαβάσαμε γοργά,
του αϊτού καμαρώσαμε την άνιση νίκη,
τη ξεδοντιασμένη οχιά να σφαδάζει απολαύσαμε
και τους λύκους να υποχωρούν στο τέλος ηττημένοι.
Και σαν αποκαμωμένος έγειρ` ο ήλιος,
η οργή τ` ουρανού ξέσπασε με φόρα,
ως αργά λυσσομανούσ` η καταιγίδα,
ρουφώντας την έναστρη νύχτα μανιασμένα.
Πολύχρωμες οι ελπίδες μας σκόρπισαν,
σαν τους ερωδιούς `μπρος στα τσακάλια,
σ` απομόνωση κλείστηκαν οι ανείπωτοι πόθοι
κι η χαρά στην εσχάτη των ποινών δικάστηκε.
Ποιοι στρατοδίκες, άραγες, αποφασίσαν;
Ήσαν οι ίδιοι, που τη πατρίδα μας δικάσαν,
που την αλληλεγγύη στο άψε- σβήσε εξορίσαν,
οι ίδιοι, που , φανατικά τις προσδοκίες `θάψαν.
Μετά ο λαός τους κρέμασ` έναν – έναν,
σαν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα μιας μπουγάδας
στον ήλιο, `κει, να ξεραθούν σαν πέτρες,
σαν τ` αντίγραφα κοινών πατριδοκτόνων.
Μα όλ` αυτά γενήκανε εις μάτην,
αφού η μέρα, το δίχως άλλο, ξημερώνει
και το έσχατο νυχτερινό, βαθύ σκοτάδι
σε μια πιο διάφανη περνά, λαμπρή σχόλη.
………………………………………………
Πόσες φορές να κλάψω μαζί σου θέλησα φέτος;
Όποια κι αν φοράς ρούχα, όπως κι αν τα μαλλιά σου ανεμίζουν, όπου κι αν τα μάτια σου προσηλώνονται, Ελλάδα μου, πατρίδα παινεμένη, εγώ θα σ` αγαπώ, πιότερο κι απ` τη ζωή μου…
Ότι ευτύχησα που `μαι παιδί σου, ότι με στοίχειωσαν οι κάμποι, τα βουνά κι οι θάλασσές σου οι γαλανές…
ότι μ` ευλόγησε ο γαλάζιος ουρανός κι ο αθάνατος ήλιος σου, αυτό το φως σου το Απολλώνειο…
Τα μάρμαρά σου, τ` αθάνατα, λουσμένα στο φως των χιλιετηρίδων ιστορίας…
Να `μαι μαζί σου θέλω, στην αγκάλη σου να κοιμηθώ Ελλάδα μου…
Βασίλης Θεοδωρόπουλος Αθήνα 06-05-2012