Η αποθέωση της ταύτισης του χαρακτήρα της "ΠΑΣΟΚικής" νεοελληνικής νοοτροπίας του σύγχρονου πολιτικού συστήματος και η καπηλεία της εθνικής επετείου, με αφορμή τον εορτασμό της.
Γράφει ο Ρεπόρτερ
Μέσα σ’ ένα «περίεργο» κλίμα πραγματοποιήθηκε φέτος η «πολυσυζητημένη» παρέλαση της 25ης Μαρτίου.
Το περίεργο βρίσκεται στο ότι είχε αυτό που λένε «άρωμα» χούντας. Με κάποιες όμως διαφορές. Για παράδειγμα , στη χούντα η παρουσία ήταν υποχρεωτική. Φέτος η παρουσία του κόσμου ήταν αυθόρμητη.
Η χούντα έκανε κάθε τι να δημοσιοποιήσει την όποια μαζικότητα της εκδήλωσης.
Φέτος έγινε κάθε προσπάθεια να αποτραπεί συνειδητά κάθε μαζικότητα, μέσα από ένα κλίμα εφαρμογής «προαναγγελθέντων μέτρων τρομοκρατίας».
Η χούντα κατέφευγε στο σχολιασμό του τελετουργικού, κάνοντας χρήση ενός καθιερωμένου εκφωνητή με την ανάγνωση ενός τυποποιημένου προετοιμασμένου κειμένου. Φέτος φτάσαμε στο σημείο να μας λείπει ακόμη και αυτός ο αφελής και κοινότυπος σχολιασμός εκείνων των «κονφερανσιέ» των δεκαετιών του 60 και των μετέπειτα κακεκτύπων τους, που ωστόσο το κακόγουστο της ποιότητάς τους ηταν δικαιλογημένο από το αυθόρμητο και το «ινσταντανέ» του λόγου τους.
Αυτό που είδαμε σήμερα να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας είναι απίστευτο για τον κοινό νου και πρωτόγνωρο ακόμη και για χώρες με τα πιο αντιδραστικά και αντιλαϊκά καθεστώτα.
Με το πρόσχημα της «αποφυγής του κινδύνου δημιουργίας επεισοδίων», δείγμα των οποίων το ίδιο «το σύστημα» φρόντισε να μας δείξει σε προηγούμενες πολιτικές εκδηλώσεις και όχι μόνο, σκηνοθετώντας και προκαλώντας κάθε λογής έκτροπα και βανδαλισμούς , με τη βοήθεια γνωστών «αγνώστων» οργανωμένων παρακρατικών ομάδων, απέκλεισε το σύνολο του Ελληνικού λαού από τον καθιερωμένο χώρο διεξαγωγής της παρέλασης στην πλατεία Συντάγματος.
Μέσα σ’ ένα κλουβί από «δρακόντεια μέτρα ασφαλείας», όπως τα χαρακτήρισε «έκλεισε» με ασφάλεια τους εκπροσώπους του, δηλαδή «το πολιτικό σύστημα», στον ευρύτερο χώρο, που ιστορικά υπήρξε πάντοτε ο κατ’ εξοχήν χώρος στον οποίον ο ελληνικός λαός διεκδίκησε με ηρωικό τρόπο τα δημοκρατικά του δικαιώματα.
Φέτος ο χώρος αυτός «στέγασε» τους «επίσημους» και τους «διαπιστευμένους» (από τους επίσημους), μάλλον επειδή οι ίδιοι ένοιωθαν ότι απειλούνταν από τη λαϊκή αγανάκτηση.
Αντί να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να την εκτονώσουν αυτήν την αγανάκτηση, έκαναν ότι πέρναγε από το χέρι τους για να την μεγαλώσουν με κάθε τρόπο, είτε αυτά λέγονται μέτρα λιτότητας, η μέτρα αστυνόμευσης, πάντως και τα δύο αντιλαϊκά.
Όσο και να είναι κανείς καλοπροαίρετος και να θελήσει να πιστέψει στην ειλικρίνεια των προθέσεών τους να μην δημιουργήσουν κλίμα έντασης και εθνικού διχασμού, δεν μπορεί να μην τους καταλογίσει τουλάχιστον ανικανότητα ή αστοχία στην επιλογή των μεθόδων.
Κατάφεραν λοιπόν να πετύχουν το αντίθετο από αυτό το οποίο οι ίδιοι ισχυρίζονται και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο : να αυτοαπομονωθούν, να αυτοχαρακτηρισθούν από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που λειτουργεί εκτός «δημοσκοπήσεων»
Χώρισαν από μόνοι τους όχι μόνο το κέντρο της Αθήνας, αλλά την ίδια την Ελλάδα στα δύο.
Κι αυτό μεν μπορεί να είναι επιλογή τους, αυτό όμως που είναι ανεπίτρεπτο και απαράδεκτο είναι η δημόσια πρόκλησή τους να καπηλευτούν τον απελευθερωτικό και δημοκρατικό νόημα και την σημασία της εθνικής κληρονομιάς, καθιστώντας εαυτούς εντελώς αυθαίρετα, αποκλειστικούς θεατές του τελετουργικού συμβολισμού της μέσα από τη παρέλαση.
Επειδή όμως τα πράγματα έχουν φθάσει πλέον σε κρίσιμο σημείο, πρέπει κανείς να διαλέξει «με ποιους θα πάει ή ποιους θα μείνει». Αυτό δεν ισχύει μόνο για το λαό που θα κληθεί αργά ή γρήγορα στις κάλπες, αλλά και για τους ίδιους τους πολιτικούς, που έχουν άλλη μια ευκαιρία για να διαλέξουν σε ποια μεριά της πλατείας Συντάγματος θα πάνε.